ηλεκτροτεχνικός

ηλεκτροτεχνικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ηλεκτροτεχνία ή στους ηλεκτροτεχνίτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. electrotechnical < electro- (πρβλ. ηλεκτρο-*) + technical (πρβλ. τεχνικός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ηλεκτροτεχνικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με την ηλεκτροτεχνία: Ηλεκτροτεχνικά επαγγέλματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ηλεκτρ(ο)- — α συνθετικό λέξεων το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται, προέρχεται, κινείται με ηλεκτρισμό ή αναφέρεται σ αυτόν (π.χ. ηλεκτρομηχανή, ηλεκτραγωγός, ηλεκτροχημεία κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων, που ανάγονται κανονικώς σε ξένες… …   Dictionary of Greek

  • Αμπακάνοβιτς, Μπρούνο — (Bruno Abakanowicz, 1852 – 1900). Πολωνός μαθηματικός και ηλεκτροτεχνικός. Είναι ιδιαίτερα γνωστός από τις μελέτες του στα ολοκληρώματα και στον ομώνυμο ολοκληρογράφο που επινόησε στα τέλη του 19ου αι …   Dictionary of Greek

  • Γκραμ, Ζενόμπ Τεοφίλ — (Zenobe Theophile Gramme, 1826 – 1901).Βέλγος ηλεκτροτεχνικός και εφευρέτης. Το 1856 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου προσελήφθη ως εργάτης κατασκευής μοντέλων σε μία εταιρεία κατασκευής ηλεκτρικών οργάνων. Το 1867 έλαβε το πρώτο του δίπλωμα… …   Dictionary of Greek

  • Ντόλεζαλεκ, Φρίντριχ — (Friedrich Dolezalek, Στσίγκετ 1873 – Βερολίνο 1920). Γερμανός ηλεκτροτεχνικός. Αφού σπούδασε φυσικοχημεία και ηλετροχημεία στο Πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν, αφοσιώθηκε με ζήλο στη μελέτη του ρεύματος υψηλής συχνότητας. Διετέλεσε καθηγητής της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”